τυποειδής

τυποειδής
-ές, Α
1. αυτός που παριστάνει τύπους και μορφές
2. συμβολικός.
επίρρ...
τυποειδῶς Α
με συγκεκριμένες παραστάσεις, λεπτομερώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”